φορολογητέος

φορολογητέος
-α, -ο, Ν
1. (σχετικά με πράγμ.) αυτός που πρέπει να φορολογηθεί («φορολογητέο ποσό»)
2. φρ. α) «φορολογητέα ύλη» — το σύνολο τών εισοδημάτων, συναλλαγών και άλλων πράξεων που υπόκεινται, σύμφωνα με τον νόμο, σε φορολογία
β) «φορολογητέο εισόδημα» — το εισόδημα που φορολογείται και το οποίο αποτελεί τη διαφορά μεταξύ τού πραγματοποιηθέντος εισοδήματος και τών διαφόρων εκπτώσεων και απαλλαγών τις οποίες έχει ο φορολογούμενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορολογῶ + κατάλ. -τέος* τών ρηματικών επιθ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -τέος — α, ο / τέος, α, ον, ΝΜΑ καταλήξεις ρηματικών επιθέτων με τις οποίες δηλώνεται ότι πρέπει ή οφείλει να γίνει το σημαινόμενο τού ρήματος. Το επίθημα σε τέος, αβέβαιης ετυμολ., φαίνεται ότι αρχικά δεν είχε καμία σχέση με την κατάληξη τός. Μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”